ακρέμαστος

ακρέμαστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν κρεμάστηκε, δεν αναρτήθηκε: Τα κάδρα είναι ακόμη ακρέμαστα.
2. αυτός που δεν απαγχονίστηκε: Όλο έλεγαν πως θα κρεμαστεί κι όλο ακρέμαστος έμενε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακρέμαστος — (I) η, ο [κρεμαστός] 1. αυτός που δεν κρεμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να κρεμαστεί από κάπου 2. αυτός που δεν θανατώθηκε με απαγχονισμό. (II) η, ο [κρέμαση] (για ακροκέραμα στέγης κ.λπ.) εκείνος που δεν έχει κρέμαση* για να φεύγουν τα νερά, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”